- λιποτριχής
- λῐπο-τρῐχής, ές,A = λιπόθριξ, AP9.52 (Carph.); [suff] λῐπό-τρῐχος, ον, Nonn.D.26.159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποτριχής — λιποτριχής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη τριχών, άτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τριχής (< θρίξ, τριχός)] … Dictionary of Greek
λιποτριχέα — λιποτριχής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λιποτριχής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιπότριχος — λιπότριχος, ον (Α) λιποτριχής, αυτός που έχει έλλειψη τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τριχος(< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύ τριχος] … Dictionary of Greek